- προεπιταράσσω
- προεπι-τᾰράσσω,A disturb before, Gal.17(1).989 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεπιταράσσω — Α αναταράσσω προηγουμένως, προκαλώ προηγουμένως αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιταράσσω «ταράσσω, διαταράσσω»] … Dictionary of Greek
προεπιταράσσονται — προεπιταράσσω disturb before pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)